γνωρίζοντας

γνωρίζοντας
γνωρίζω
make known
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αβογκάντρο, Αμεντέο — (Amedeo Avogadro, conte di Quaregna e Ceretto, Τορίνο 1776 – 1856). Ιταλός επιστήμονας. Διετέλεσε καθηγητής των μαθηματικών και της φυσικής στο Βασιλικό Κολέγιο του Βερτσέλι· από το 1820 έως το 1822 είχε την έδρα της θεωρητικής φυσικής στο… …   Dictionary of Greek

  • Φαίακες — Μυθικός λαός στη χώρα του οποίου έφτασε ο Οδυσσέας κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του. Οι Φ. αρχικά έμεναν στην Υπέρεια, έπειτα όμως τους έδιωξαν οι Κύκλωπες και πήγαν στη Σχερία, όπου και έζησαν ευτυχισμένοι με τον βασιλιά τους Ναυσίθοο, γιο …   Dictionary of Greek

  • άρση — Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που… …   Dictionary of Greek

  • βροχόμετρο — Όργανο συλλογής και μέτρησης της ποσότητας της βροχόπτωσης, χρησιμοποιούμενο στα κέντρα μετεωρολογικών παρατηρήσεων. Αποτελείται από ένα κυλινδρικό δοχείο, τοποθετημένο κατακόρυφα στην ύπαιθρο, που καταλήγει προς τα πάνω σε μία ορειχάλκινη… …   Dictionary of Greek

  • διγαμία — Η τέλεση δεύτερου γάμου πριν από την αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του πρώτου. Ο γάμος αυτός είναι άκυρος, αλλά παράλληλα τιμωρείται και ως ποινικό αδίκημα με φυλάκιση. Η ποινική τιμωρία αφορά τόσο τον έγγαμο όσο και εκείνον που συνάπτει μαζί του νέο …   Dictionary of Greek

  • εμπόρεση — και μπόρεση, η 1. δύναμη («έδειχνε την εμπόρεση τσ αγάπης τη μεγάλη», Ερωτόκρ.) 2. γεν. κατάσταση («γνωρίζοντας ποιές είμαστε και την εμπόρεση μας», Φόρτουν.) …   Dictionary of Greek

  • ευμενής — I (361; – 317 π.Χ.). Στρατηγός και φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διακρίθηκε ως γραμματέας του Φιλίππου B’, αργότερα συνδέθηκε με φιλία και ανέλαβε την αρχιγραμματεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και το έργο της σύνταξης των Βασιλικών Εφημερίδων. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …   Dictionary of Greek

  • κλεπταποδοχή — Η σκόπιμη απόκρυψη, αγορά, κτήση με τύπο ενεχύρου ή αποδοχή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο καθώς και η μεταβίβαση ή η εξασφάλιση της κατοχής από μέρους τρίτου ενός κινητού πράγματος ή τιμήματος αυτού, γνωρίζοντας ότι αυτό προέρχεται από κλοπή. Ο… …   Dictionary of Greek

  • πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”